- ἔριπες
- ἔριπες· δαλοί, Hsch. [full] ἐρίπεσθαι· φθίνειν (φθονεῖν cod.), Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔριπες — ἐρείπω throw aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)